Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Ύφος καί πολυμορφία


Ἀρχοντικό Ρωμηοῦ ἐμπόρου στήν ὁδό Παλαιολόγου
σύμφωνο μέ τά μακεδονικά πρότυπα. 
(Φωτογραφία τοῦ 1978).



Λαϊκή ἀρχιτεκτονική στήν ὁδό Ἀντίκα στή συνοικία Μητροπόλεως.
(Φωτογραφία τοῦ 1977).



Λαϊκές κατοικίες στήν ὁδό Στάλιου σύμφωνες μέ τά πρότυπα
τῆς Βόρειας Θράκης (Φιλιππούπολη).
(Φωτογραφία τοῦ 1990).



Ποι­κι­λία ρυ­θμῶν σέ λα­ϊ­κές κατοικίες στό βό­ρειο τμῆ­μα τῆς συ­νοι­κίας Μητρο­πό­λε­ως. (Φω­το­γρα­φία τοῦ 1978)

 





Τό νεοαναγεννησιακοῦ ὕφους Νηπιαγωγεῖο Στάλιου στήν ὁδό Στάλιου,  κτισμένο τό 1881.
(Φωτογραφία τοῦ 1985).

 

Κτήρια λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς μέ ὀρόφους γεμάτους παράθυρα στή συνοικία Ἀκάθιστου Ὕμνου ἀπό φωτογραφία τοῦ 1914.



Συνεχόμενα σαχνισιά σέ λαϊκή κατοικία, στήν ὁδό Ὑδραγωγείου.
(Φωτογραφία τοῦ 2006)



Ἡ Παλιά Πόλη περιβάλλεται ἀπό πολυκατοικίες.
(Φωτογραφία τοῦ 2003).



Τό νεοκλασσικοῦ ὕφους ἀρχοντικό Χρηστίδη στήν ὁδό Πυγμ. Χρηστίδη.
(Φωτογραφία τοῦ 2001)



Τό ἐκλεκτικιστικοῦ ὕφους κονάκι τοῦ Χαμδῆ Μπέη
στήν ὁδό 4ης Ὀκτωβρίου.
(Φωτογραφία τοῦ 2004).


Τό κτήριο τῆς ὀθωμανικῆς διοίκησης στή σημερινή Κεντρική Πλατεία.
(Φωτογραφία τοῦ 1955)




Τό ἀρχοντικό Καραδήμογλου, κτίσμα μέ στοιχεῖα art deco
στήν ὁδό
 Ὀρφέως.
(Φωτογραφία τοῦ 2005). 


Τό νεοκλασσικοῦ ὕφους καί ἐκλεκτικιστικῶν στοιχείων ἀρχοντικό Μπλάτσιου στήν ὁδό Ταξιαρχῶν.
(Φωτογραφία τοῦ 1986).



Καπναποθήκη μέ κλιμακωτές ἀπολήξεις καί κτήριο γραφείων μέ νεοκλασσικά στοιχεία, στήν ὁδό Δώδεκα Αποστόλων.
(Φωτογραφία τοῦ 1978).



Κτήριο διαμερισμάτων καί πρόχειρο κτίσμα καφενείου στήν Πλατεία Ἀντίκα.
(Φωτογραφία τοῦ 1978).



Ἐκλεκτικιστικά καί νεοκλασσικά στοιχεῖα σέ μία ἀπό τίς ἐν σειρᾶ κατοικίες Μιχάλογλου στήν ὁδό Μάρκου Μπότσαρη.
(Φωτογραφία τοῦ 2002).



Τό ἀρχοντικό Ὀρφανίδη μέ νεοκλασσικά καί ρωμανικά στοιχεῖα στή γωνία Παλαιολόγου καί Μαυρομιχάλη. Σήμερα Δημαρχεῖο Ξάνθης.
(Φωτογραφία τοῦ 1980).



Πλίνθινες διακοσμήσεις μέ νεογοτθικό ὕφος στό ἀρχοντικό
Ἰσαάκ Δανιήλ στήν ὁδό Ἐλ. Βενιζέλου.
(Φωτογραφία τοῦ 2006).


 Κτίσμα μέ νεοκλασσικά στοιχεῖα καί λόγιο ὕφος. Βρισκόταν στήν ὁδό Παναγῆ Τσαλδάρη.
(Φωτογραφία τοῦ 1976)





Κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τοῦ δο­μη­μέ­νου περι­βάλ­λον­τος στήν πό­λη τῆ.ς Ξάν­θης ἀπο­τε­λοῦν ἡ ποι­κι­λο­μο­φία καί οἱ παραλλαγές πο­λι­τι­σμι­κῶν στοι­χεί­ων, ρυθ­μῶν καί ἐν­τυ­πώ­σε­ων, πού ἐκτεί­νον­ται σέ δια­κρι­τά ἱστο­ρι­κά ἐπί­πε­δα καί ἀφοροῦν εὐρύτατους πολιτισμικούς χώ­ρους.  Ἡ δια­τή­ρη­ση τῆς Πα­λι­ᾶς Πό­λης ἐξα­σφάλισε τήν ἐπι­βί­ω­ση τῆς ποι­κι­λο­μορ­φίας καί τῆς ἱστο­ρι­κό­τη­τας, ὅπως σή­με­ρα συνεχίζουν νά διακρίνονται στό δο­μη­μέ­νο πε­ρι­βάλλον τῆς Ξάνθης.
Τό θαῦ­μα τῆς δια­τή­ρη­σης τῆς Πα­λι­ᾶς Πό­λης, –σέ πεῖ­σμα τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς πρα­κτι­κῆς καί πα­ρά τήν ἀντί­δρα­ση τῶν κα­τοί­κων της–, συγ­κρο­τεῖ ἕ­να ὑπαί­θριο μου­σεῖ­ο, ἕ­να τερά­στιο ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κό ὑβρί­διο ἰδιαί­τε­ρης αἰσθη­τι­κῆς ση­μα­σί­ας, ἕ­να χῶ­ρο ὅπου ὁ ἐπι­σκέ­πτης δια­πι­στώ­νει τήν πα­ρά­δο­ξη παρου­σία πολ­λῶν ἑτε­ρό­κλη­των πα­ρα­δό­σε­ων καί ρυ­θμῶν, χω­ρίς πο­τέ νά ἀμ­φι­βάλ­λει ὅτι βρί­σκε­ται στήν κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἀ­να­το­λή.
Κα­τ’ ἀρ­χήν, ὁ χῶ­ρος εἶ­ναι φορ­τι­σμέ­νος ἀπό τό ἱστο­ρι­κό πα­ρελ­θόν καί δια­θέ­τει μορ­φές πού πα­ρα­πέμ­πουν ἀμέ­σως σέ αὐ­τό.  Ἡ αἴσθη­ση τοῦ πα­ρελ­θόν­τος πε­ρι­βάλ­λει τήν πό­λη, μέ τό βυ­ζαν­τι­νό κά­στρο καί τά βυ­ζαν­τι­νά μο­να­στή­ρια νά στε­φα­νώ­νουν τά γύ­ρω βου­νά καί αὐ­θεν­τι­κούς ἀνα­το­λί­τι­κους μι­να­ρέ­δες νά ὑψώ­νον­ται κά­τω ἀπό τά βου­νά στίς γύ­ρω μου­σουλ­μα­νι­κές συνοι­κί­ες.  Ὁ βυ­ζαν­τι­νός μυ­στι­κός σχε­δια­σμός εἶ­ναι ἀκόμη ὁρα­τός στόν προ­στα­τευ­τι­κό νο­ε­ρό σταυ­ρό πού σχη­μα­τί­ζουν τά μο­να­στή­ρια τῆς πό­λης καθαγιάζοντας τόν χῶρο. Δι­και­ο­λο­γεῖ­ται ἔτσι ὁ κα­τά τήν πα­ρά­δο­ση χα­ρα­κτη­ρι­σμός τῆς πό­λης ὡς "Ἀγ­γε­λό­κα­στρης", "Ἀγγελοφρούρητης" καί "Ἀγ­γε­λο­φύ­λα­κτης" καί δη­μι­ουρ­γεῖ­ται τό αἴσθη­μα τῆς οἰκεί­ω­σης καί τῆς ἀσφά­λειας. 
Ἀλ­λά καί πέ­ρα ἀπό τό  Βυ­ζάν­τι­ο, ὁ χῶ­ρος τῆς πό­λης ἀπο­τε­λεῖ μο­να­δι­κό πα­ρά­δει­γμα κοι­νο­τι­κῆς ὀρ­γά­νω­σης τῶν  Ἑλ­λή­νων κα­τά τήν Τουρ­κο­κρα­τία. Οἱ συνοι­κί­ες εἶ­ναι δια­κρι­τά δο­μη­μέ­νες σύμ­φω­να μέ τό θρή­σκευ­μα τῶν κα­τοί­κων τους καί ἀπο­λύ­τως αὐτο­δύ­να­μες. Οἱ μου­σουλ­μα­νι­κές συνοι­κί­ες εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νες πε­ρι­φε­ρεια­κά, δεῖ­γμα πιθα­νῆς συν­θη­κο­λό­γη­σης τῆς πό­λης ἀλ­λά καί χρι­στια­νι­κῆς πλει­ο­νότητας. Οἱ χρι­στια­νι­κές συνοι­κί­ες συγ­κρο­τοῦν­ται μέ πό­λο τίς ἐκ­κλη­σί­ες καί μέ γνώ­μο­να τήν ἐνο­ρία.
Τά ἱστο­ρι­κά ἐπί­πε­δα πού δια­κρί­νον­ται πέ­ρα ἀπό τόν βυ­ζαν­τι­νό χῶ­ρο, ξε­κι­νοῦν ἀπό μιά προ­βι­ο­μη­χα­νι­κή φά­ση λα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, –ὅπως αὐ­τός κυ­ριαρ­χεῖ πα­ρα­δο­σια­κά σέ ἕ­να εὐ­ρύ­τα­το χῶ­ρο πού πε­ρι­λαμ­βά­νει τά Βαλ­κά­νια καί τή Μι­κρά Ἀ­σία–, περ­νοῦν ἀπό μιά φά­ση ἀστι­κο­ποί­η­σης καί ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ πρός τά πρό­τυ­πα τῆς Κεν­τρι­κῆς Εὐ­ρώ­πης, σύμ­φω­νη μέ τόν συρ­μό πού ξε­κι­νᾶ ἀπό τό Πέ­ραν τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης, πού ἐμπνέ­ε­ται ἀπό τόν νε­ο­κλασ­σι­κι­σμό καί τόν ἐκλε­κτι­κι­σμό˙ δί­νουν, μέ τε­ρά­στι­ες κα­πνα­πο­θῆ­κες, τήν εἰκό­να μι­ᾶς βι­ο­μη­χα­νο­ποί­η­σης πού δέν ὁλο­κλη­ρώ­θη­κε˙ ἀπο­τυ­πώ­νουν τίς πε­ρι­πέ­τειες καί τά πά­θη τοῦ  Ἑλ­λη­νι­σμοῦ σέ προ­σφυ­γι­κές συνοικίες καί κα­τοι­κίες καί, τέ­λος, φθά­νουν στίς μέ­ρες μας μέ τή μαζι­κή στέ­γα­ση τοῦ πλη­θυ­σμοῦ σέ πο­λυ­κα­τοι­κί­ες, μέ τή στροφή τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου πρός τή Δύση, ἀλ­λά καί εἰκονίζουν τήν ἄνο­δο τοῦ βιοτι­κοῦ ἐπι­πέ­δου καί τήν οἰκο­νο­μι­κή ἀπογεί­ω­ση.
Ἔ­τσι, τό δο­μη­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον τῆς Ξάν­θης ἀνή­κει στήν κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἀνα­το­λή καί δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τό ὀθωμανικό περιβάλλον , θυμίζει ὅμως τά ἐμπο­ρι­κά καί ἀστι­κά κέν­τρα τῆς Μα­κε­δο­νίας καί τῆς Θεσ­σα­λίας, ἀλ­λά καί τήν ἰτα­λι­κή ἀναγέν­νη­ση, τόν ἐκλε­κτι­κι­σμό τῆς Δυ­τι­κῆς Εὐ­ρώ­πης ,  τήν πα­ρά­δο­ξη νεο­γοτ­θι­κή ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή τῆς ρο­μαν­τι­κῆς Ἀγ­γλίας, τόν ρω­μα­νι­κό χα­ρα­κτῆρα τῆς λατινικῆς Εὐρώπης, τά ἀγ­γλι­κά με­σο­α­στι­κά καί με­γα­λο­α­στι­κά ὀπτο­πλίν­θι­να σπί­τια, τή γαλ­λι­κή μι­κρο­α­στι­κή πο­λυ­κα­τοι­κία, τίς κλι­μα­κω­τές ἀπο­λή­ξεις τῶν τοί­χων κα­τά τόν ὁλ­λαν­δι­κό καί τόν βο­ρει­ο­γερ­μα­νι­κό τρό­πο, τόν νε­ο­κλα­σσι­κι­σμό τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους καί, τέ­λος, τήν πρώ­ι­μη κεν­τρο­ευ­ρω­πα­ϊ­κή art deco , ἀλ­λά καί πολ­λά ἀκό­μη.
Ἡ πολυμορφία συγκροτεῖται βέβαια μέ τή διακόσμηση καί τά σύμβολα. Οἱ δομημένοι ὄγκοι ἀποκτοῦν χαρα­κτῆρα καί συνιστοῦν τήν τοπικότητα μέ τή διακό­σμηση, τή χρήση στοιχείων ἀτομικό­τητας καί τήν ἐπιμονή στά σύμβολα.  Τέρψη καί ἱκανο­ποίηση συνο­δεύουν τήν παράθεση τῶν διακοσμητικῶν στοιχείων. Οἱ διακο­σμητικές λεπτομέ­ρειες συναντῶνται ὡς οἰκοδομικά καί συμπληρωματικά στοιχεῖα στά καλντερίμια, στούς δρό­μους, στά πεζο­δρό­μια, στίς γωνιές, στίς μάνδρες, στά σαχνι­σιά, στίς πόρτες, στίς ἐπιγραφές, στούς φεγγῖ­τες, στίς σκάλες, στά παράθυρα, στίς σιδεριές, στά φουρούσια, στίς καπνοδόχους καί παν­τοῦ, ὅπου τό περιττό βρίσκει δικαιολογίες γιά νά παρουσιαστεῖ.
Οἱ ἀκα­νό­νι­στοι δρό­μοι, τά κε­νά στόν πο­λε­ο­δο­μι­κό ἱστό, ἡ ἀνοι­κο­δό­μη­ση σέ πλα­γιές, ἡ ἀσυμ­με­τρία τῶν οἰκο­πέ­δων συν­δυ­ά­ζον­ται τυ­χαῖα καί ἐλεύ­θε­ρα μέ τούς ὄγ­κους τῶν κτι­σμά­των καί δί­νουν ἕ­να ἁρ­μο­νι­κό αἰσθη­τι­κό ἀπο­τέ­λε­σμα.
Πρόκειται γιά μιά μουσική τῆς ὕλης, τῶν ὄγκων καί τῆς ὀπτικῆς αἴσθησης, ὅπου οἱ φοῦγκες τῶν  ρυθμῶν καί τῶν συνόλων πλαισιώνονται ἀπό παραλλαγές θεμάτων διακόσμησης καί χαρακτηριστικῶν στολιδιῶν γιά νά συγκροτήσουν μιά συμφωνία στόν χῶρο τῶν τριῶν διαστάσεων.


Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Μαστοριά καί Μεράκι




Διάταξη τζακιοῦ (μπουχαρί) σέ σπίτι τῆς ὁδοῦ Βύρωνος.
(Φωτογραφία τοῦ 1986)

 

Βρύση καί δεξαμενή μαζί μέ γούρνα στό χάνι Μπακτσέση στήν ὁδό Δαγκλῆ κατασκευασμένη ἀπό Ἠπειρῶτες μαστόρους στά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα.
(Φωτογραφία τοῦ 1977)

 

Ἰδιόμορφη πύλη κατασκευασμένη ἀπό Ἠπειρῶτες μαστόρους στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα.
(Φωτογραφία τοῦ 1920)
 

Γέφυρα τοῦ 17ου αἰώνα στόν ποταμό Κομψᾶτο στά σύνορα τῶν νομῶν Ξάνθης καί Ροδόπης. Εἶναι κατασκευή κουδαραίων μαστόρων.
(Φωτογραφία τοῦ 1979)




Ὑπέρθυρο καί φωταγωγός μέ χρήση κατεργασμένου γρανίτη 
στήν ὁδό Ἁγίου Ἀθανασίου.
(Φωτογραφία τοῦ 1983)


Φαλτσογωνιά καί κατασκευή ἀπό πέτρα στή γωνία τῶν  ὁδῶν Ὀρφέως καί Ἀντίκα.
(Φωτογραφία τοῦ 2001)
 

Γρανίτης ὡς φέρον καί διακοσμητικό στοιχεῖο στό ἀρχοντικό Εὐριπίδη Χασηρτζόγλου στήν πλατεία Ματσίνη.
(Φωτογραφία τοῦ 2005)



Χρήση γρανίτη σέ διακοσμήσεις τοῦ Νηπιαγωγείου Στάλιου στήν ὁδό Στάλιου.
(Φωτογραφία τοῦ 1981)

 

Πλακόστρωτο ἀπό μάρμαρο στήν καπναποθήκη Χαμδῆ στήν ὁδό Χατζησταύρου.
(Φωτογραφία τοῦ 2004)

   


Ἀστρέχα μέ κάλυψη ἀπό μπαγιαντί καί ζωγραφικό διάκοσμο στό κτήριο τῆς ὁδοῦ Στάλιου.
(Φωτογραφία τοῦ 2002)
    


Δια­κο­σμη­τι­κό κου­δα­ρί­τι­κο λι­θα­νά­γλυ­φο στό κα­τά­στη­μα στή γωνία τῶν ὁδῶν Παλαιολόγου καί Μαυρομιχάλη.
(
Φωτο­γρα­φία τοῦ 2002)



Κατασκευή τσατμᾶ σέ σαχνισί στή συνοικία Καβάκι.
(Φωτογραφία τοῦ 2002)



Σαχνισί καί καμπύλα φουρούσια στήριξης στό ἀρχοντικό  στή γωνία τῶν ὁδῶν Ἀντίκα καί Φιλίπου.
(Φωτογραφία τοῦ 2003)




Ὁ­λό­σω­μη ἀπο­τρο­πα­ϊ­κή μορ­φή σέ κα­τα­σκευ­ή Ἠπειρωτῶν κου­δα­ραίων μα­στό­ρων στήν ὁδό  Ἐλ. Βε­νι­ζέ­λου. 
 (Φωτο­γρα­φία τοῦ 1999)



Ἁρ­μο­νι­κή ἀπό­λη­ξη φαλ­τσο­γω­νι­ᾶς, δια­κο­σμη­τι­κό ἀν­θέ­μι­ο, σύμ­βο­λο γο­νι­μό­τη­τας καί χρο­νο­λο­γία στή γω­νία τῶν ὁδῶν Εὐ­ρι­πί­δου καί Ὀρ­φέ­ως.
(Φω­το­γρα­φία τοῦ 1999).



 Δια­κο­σμη­τι­κό κου­δα­ρί­τι­κο λι­θα­νά­γλυ­φο στό κα­τά­στη­μα στή γωνία τῶν ὁδῶν Παλαιολόγου καί Μαυ­ρο­μι­χά­λη. (Φω­το­γρα­φία τοῦ 2002)




Μο­τί­βο τοῦ δέν­δρου τῆς ζω­ῆς, σύμ­βο­λο κου­δα­ρί­τι­κου μπου­λου­κι­οῦ στόν Ναό τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου.  
(Φωτο­γρα­φία τοῦ 2002)




Ἐντοι­χι­σμέ­νος ἀνάγλυφος σταυ­ρός στόν Μητροπολιτικό Ναό ἐκ­κλη­σία τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, κατασκευασμένος ἀπό κου­δα­ραί­ους μα­στό­ρους.
(
Φω­το­γρα­φία τοῦ 2001)




Σύμβολα ὁμάδας κουδαραίων μαστόρων, στό ἀρχοντικό Χασηρτζόγλου στήν πλατεία Ματσίνη. Χαρακτηριστικές εἶναι ἡ ἐπιμελημένη κατεργασία τῆς πέτρας καί ἡ φροντισμένη κατασκευή. 
 (Φωτογραφία τοῦ 2005)




Διακοσμητικό κουδαρίτικο λιθανάγλυφο στό κατάστημα στή γωνία τῶν ὁδῶν Παλαιολόγου καί Μαυρομιχάλη. (Φωτογραφία τοῦ 2002)



Αποτροπαϊκή κεφαλή σε οίκημα του Αστικού Συνοικισμού. Όψιμη εκδήλωση λαϊκής παράδοσης.



Χρήση τῆς πέτρας τῆς Μάνδρας τῶν Ἀβδήρων στό Νηπιαγωγεῖο Στάλιου.



Λεπτομέρεια διακοσμητικοῦ κιονίσκου ἀπό πέτρα τῆς Μάνδρας τῶν Ἀβδήρων.



Παράθυρο φωτισμοῦ στό ταφικό μνημεῖο τοῦ τεκκέ Κιουτουκλοῦ Μπαμπᾶ στό Σέλινο παρά τή λίμνη Βιστωνίδα. Εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου κτισμένο μέ πέτρα τῆς Μάνδρας τῶν Ἀβδήρων. 



Τομή στό λατομεῖο τῆς Μάνδρας τῶν Ἀβδήρων.




Μεγάλο κατεργασμένο τεμάχιο γρανοβιορίτη στό καμπαναριό τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἀκάθιστου   Ὕμνου.


 

Στρώσιμο δρόμου μέ ἀκανόνιστες κροκάλες γρανοβιορίτη (καλντερίμι).
(Φωτογραφία τοῦ 1984)




Δρόμος στρωμένος μέ κατεργασμένους κυβόλιθους ἀπό γρανοβιορίτη.

(Φωτογραφία τοῦ 1995)



Κα­τά­στη­μα στή γω­νία τῶν ὁδῶν Παλαιολόγου καί Μαυ­ρο­μι­χά­λη κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο ἀπό Ἠ­πει­ρῶ­τες μα­στό­ρους μέ πέ­τρα ἀπό τό λα­το­μεῖο τῆς Μάν­δρας τῶν Ἀβδή­ρων.  
 Ἐξαι­ρε­τι­κή κα­τερ­γα­σία τῆς πέτρας καί πολύ φροντισμένη κατασκευή μέ δια­κο­σμη­τι­κά στοι­χεῖα καί λι­θα­νά­γλυ­φα. (Φωτογρα­φία τοῦ 2003)



 Κομμάτια γρανοβιορίτη στήν κοίτη τοῦ ποταμοῦ Κόσσινθου παρά τήν Ξάνθη.



Κα­τά τίς δύο πρῶ­τες φά­σεις τῆς ἀνοι­κο­δό­μη­σης τῆς Ξάν­θης, οἱ ὁποῖες χρο­νο­λο­γι­κά κα­λύ­πτουν τό δι­ά­στη­μα 18291912, οἰκο­δο­μεῖ­ται ἡ Πα­λιά Πό­λη καί με­γά­λο τμῆ­μα τῆς Νέ­ας Πό­λης μέ­χρι τίς κα­πνα­πο­θῆ­κες. Κα­τά τίς δύο αὐ­τές φά­σεις ἡ ἀνοι­κο­δό­μη­ση γί­νε­ται σέ με­γά­λο βαθ­μό σύμ­φω­να μέ τήν αἰσθη­τι­κή καί τούς τρό­πους τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς. Ὡ­στό­σο, τήν ἴδια ἐπο­χή ὁ νε­ο­κλασ­σι­κι­σμός καί ὁ ἐκλε­κτι­κι­σμός, αἰσθη­τι­κοί ρυθ­μοί πού ἐπι­βάλ­λει ὁ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμός στήν Ἀνα­το­λή, θά ση­μά­νουν καί τό τέ­λος τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς. 
Κύ­ρι­οι φο­ρεῖς καί συν­τε­λε­στές στίς δύο πρῶ­τες φά­σεις τῆς ἀνοι­κο­δό­μη­σης τῆς Ξάν­θης ἦταν οἱ ἰδι­ό­τυ­πες ὁμά­δες ἤ μπου­λού­κια τῶν πε­ρι­πλα­νό­με­νων μα­στό­ρων πού μέ κέν­τρο τήν   Ἤπει­ρο καί τή Μα­κε­δο­νία τα­ξί­δευ­αν προσ­φέ­ρον­τας τίς ὑπη­ρε­σίες τους σέ ἕ­να εὐ­ρύ­τα­το γε­ω­γρα­φι­κό χῶ­ρο.  Ὁ χῶ­ρος αὐ­τός πε­ρι­λαμ­βά­νει τά Βαλ­κά­νια καί τή Μι­κρά Ἀσί­α, ὅπου μέ­χρι τά μέ­σα τοῦ 19ου αἰώ­να οἱ μορ­φές τῆς τέ­χνης καί τῆς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς ἦταν ἑνιαῖες καί χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται σή­με­ρα ὡς πα­ρα­δο­σια­κές.
Τά μπου­λού­κια τῶν μα­στό­ρων συναν­τῶν­ται σέ ὅλη τήν Ἀνα­το­λή καί εἶ­ναι ὁμά­δες εἰδι­κευ­μέ­νων τε­χνι­κῶν πού εἶ­ναι δυ­να­τό νά ἀνα­λά­βουν τήν κα­τα­σκευή μι­κρῶν καί με­γά­λων οἰκο­δο­μι­κῶν ἔρ­γων, ἀπό ἁπλές κα­τοι­κίες χω­ρι­κῶν, μέ­χρι γέ­φυ­ρες καί με­γά­λα δη­μό­σια κτή­ρια στίς πό­λεις. Τά μπου­λού­κια τῶν οἰκο­δό­μων λέ­γον­ται στήν   Ἤπει­ρο καί στή Δυ­τι­κή Μα­κε­δο­νία κου­δα­ραῖ­οι καί στή Θρά­κη δουλ­γκέ­ρη­δες. Κεν­τρι­κό πρό­σω­πο στίς ὁμά­δες αὐ­τές εἶ­ναι ὁ μά­στο­ρας.  Ὁ μά­στο­ρας εἶ­ναι αὐ­τός πού γνω­ρί­ζει κα­λά μιά πρα­κτι­κή τέ­χνη καί ἀσχο­λεῖ­ται μ’ αὐ­τήν ἐπαγ­γελ­μα­τι­κά.  Ἡ λέ­ξη εἶ­ναι βυ­ζαν­τι­νή (μα­ΐ­στωρ, μα­γί­στωρ ἀπό τό λα­τι­νι­κό magister).  Ὁ ἀρ­χι­μά­στο­ρας δι­ευ­θύ­νει ὁμά­δα μα­στό­ρων καί βο­η­θῶν (τσι­ρά­κια καί καλ­φᾶ­δες).  Ὁ ἀρ­χι­μά­στο­ρας ἔχει τέ­τοια γνώ­ση τῆς τέ­χνης του, ὥστε μπο­ρεῖ νά συν­τά­ξει τό συμ­βό­λαι­ο, νά κα­θο­δη­γή­σει καί νά κα­τα­σκευ­ά­σει ἕ­να σύν­θε­το ἔρ­γο, γιά  τό ὁποῖο χρει­ά­ζε­ται πολ­λή ἐρ­γα­σία ἀπό πολ­λούς μα­στό­ρους.  Ὁ ἀρ­χι­μά­στο­ρας ἦταν ὑπεύ­θυ­νος ὄχι μό­νον ἀπέ­ναν­τι στόν ἐρ­γο­δό­τη, ἀλ­λά καί ἀπέ­ναν­τι στήν ὀθω­μα­νι­κή δι­οί­κη­ση ἀπό τήν ὁποία ἔπαιρ­νε τήν ἄδεια τῆς οἰκο­δο­μῆς καί στήν ὁποία κατέ­βα­λε τόν φό­ρο.
 Ὅ­σο γιά  τή μα­στο­ρι­ά, τή δε­ξι­ο­τε­χνία πε­ρί τά τε­χνι­κά, αὐ­τή, πέ­ρα ἀπό ἐπαγ­γελ­μα­τι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση, ἔχει σχέ­ση καί με τό με­ρά­κι– καί τοῦ μά­στο­ρα καί αὐ­τοῦ πού τόν πληρώ­νει.
Τό με­ρά­κι τῶν μα­στό­ρων καί ἡ κα­λαι­σθη­σία τους ἐκ­φρά­ζον­ται στήν τε­χνι­κή τε­λει­ό­τη­τα τῆς κα­τα­σκευ­ῆς, στά ἐπι­με­λη­μέ­να ἀγκω­νά­ρια, τά στη­ρί­γμα­τα καί τίς γω­νί­ες, ἀλ­λά καλύ­τε­ρα στίς πε­ρί­τε­χνες κτιτορικές ἐπι­γρα­φές καί τά συμ­βο­λι­κά λι­θα­νά­γλυ­φα πού ση­μα­δεύ­ουν τίς κα­τα­σκευ­ές τῶν μπου­λου­κι­ῶν καί πα­ρα­μέ­νουν μάρ­τυ­ρες τοῦ μό­χθου τους .
Ὁ θε­σμός τῆς συνερ­γα­σί­ας τῶν μα­στό­ρων, δη­λα­δή τῶν συν­τε­χνι­ῶν ξε­κι­νᾶ ἀπό πο­λύ πα­λιά καί συνε­χί­ζε­ται κα­τά τήν Τουρ­κο­κρα­τία. Οἱ Τοῦρ­κοι ἀνέ­χθη­καν τά σι­νά­φια, ἀφοῦ τούς χρη­σί­μευ­αν καί τούς βο­η­θοῦ­σαν στήν εἴσπρα­ξη τῶν φό­ρων. Τά σι­νά­φια γίνον­ται πλέ­ον με­γά­λες συσ­σω­μα­τώ­σεις ἀπο­βλέ­πον­τας στήν ἀπο­δο­τι­κό­τε­ρη πα­ρα­γω­γή. Σέ ὅλα τά σι­νά­φια ὑπῆρ­χε κα­τά κα­νό­να μιά ἐσωτε­ρι­κή ὀρ­γά­νω­ση μέ ἄγρα­φους κα­νο­νι­σμούς πού ὅλοι ἀκο­λου­θοῦ­σαν αὐ­στη­ρά.  Ἀπό τά μα­θη­τού­δια γίνονται τσι­ρά­κια καί μετά καλ­φᾶ­δες, πού στό τέ­λος, με­τά ἀπό ἐμπει­ρίες καί σκλη­ρή δου­λειά ἐτῶν, μπο­ροῦ­ν νά γί­νουν μα­στό­ροι.
Ὁ­λό­κλη­ρα χω­ριά ἤ πε­ρι­ο­χές ἐξει­δι­κεύ­ον­ται στήν πα­ρα­γω­γή καί τήν ἀπα­σχό­λη­ση. Ἡ Στεμ­νί­τσα γί­νε­ται τό κέν­τρο τῆς με­ταλ­λο­τε­χνί­ας, ἡ Κα­στο­ριά τῆς γου­να­ρι­κῆς, ἡ Δη­μη­τσά­να τοῦ μπα­ρου­τι­οῦ, στήν  Ἤπει­ρο καί στή Δυ­τι­κή Μα­κε­δο­νία χω­ριά καί πε­ρι­ο­χές ἐπι­δί­δον­ται στήν οἰκο­δο­μι­κή. Τά χω­ριά τῆς Κο­ρυ­τσᾶς ἔδω­σαν πλῆ­θος κου­δα­ραί­ων, ὅπως τά χω­ριά τῶν Τζου­μέρ­κων, τά Μα­στο­ρο­χώ­ρια τῆς Κό­νι­τσας, τά χω­ριά τῆς Ἄρ­τας καί τῆς Πα­ρα­μυ­θι­ᾶς, τά χω­ριά τῆς Σι­ά­τι­στας, τά ὀρει­νά χω­ριά τῆς Φλώ­ρι­νας. Στή Θρά­κη οἱ δουλγ­κέ­ρη­δες ξε­κι­νοῦ­σαν ἀπό τό Σου­φλί, τήν Ἀδρια­νού­πο­λη, τό Ὀρ­τά­κι­ο­ϊ καί τή Βιζύη. 
Οἱ ὁμά­δες τῶν οἰκο­δό­μων, τά μπου­λού­κια,  ξε­κι­νοῦ­σαν ἀπό τά χω­ριά τους με­τά τίς Ἀπο­κριές­ γιά  νά δου­λέ­ψουν σέ μα­κρι­νούς τό­πους. Οἱ ἀπο­δη­μίες τῶν μπου­λου­κι­ῶν γί­νον­ταν κα­τά μῆ­κος με­γά­λων δρό­μων πού ὁδη­γοῦ­σαν στήν Κεν­τρι­κή Εὐ­ρώ­πη καί στή Βλα­χία πρός Βορ­ρᾶ˙ στήν Θρά­κη, στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, τήν Κι­λι­κία καί τήν Καπ­πα­δο­κία πρός Ἀνα­το­λάς, δρό­μο πού μπο­ροῦ­σε νά φθά­σει μέ­χρι τή μα­κρι­νή Περ­σί­α˙ καί πρός Νό­το, πρός τό Αἰγαῖ­ο, τή Σμύρ­νη, τή Βυ­ρητ­τό, τήν Πα­λαι­στί­νη, τήν Ἀλε­ξάν­δρεια καί τό Κά­ι­ρο. Κα­νο­νι­κά ἡ ἀπο­δη­μία διαρ­κοῦ­σε μέ­χρι τόν Δε­κέμ­βρι­ο, ὅταν ἐπέ­στρε­φαν στά χω­ριά τους γιά  νά φρον­τί­σουν τά σπί­τια τους καί νά καλ­λι­ερ­γή­σουν τά χω­ρά­φια.
 Ὑ­πῆρ­χε ἕ­να κῦ­μα, ἕ­να με­γά­λο κῦ­μα πού σκέ­πα­ζε τή στε­ρια­νή  Ἑλ­λά­δα˙ ἕ­να πα­ρά­ξε­νο κῦ­μα πού μι­λοῦ­σε μιά κρυ­φή, μυ­στι­κή γλώσ­σα, τοῦ "κου­δα­ραί­ι­κα" ἤ "μα­στο­ρι­κά". Τό πλή­ρω­νες καί σου ‘­χτί­ζε τό σπί­τι. Τό κῦ­μα τῶν πε­ρι­πλα­νώ­με­νων μα­στό­ρων τοῦ Με­σαί­ω­να, πού ἀνῆ­καν στά "σι­νά­φια" καί μι­λοῦ­σαν μι­άν ἀκα­τά­λη­πτη γλώσ­σα, ἕ­να μυ­στι­κό ἰδί­ω­μα. Μέ τήν κρυ­φή γλώσ­σα ἀμύ­νον­ταν, ἀλ­λά καί πο­λε­μοῦ­σαν τόν δύ­στρο­πο ἐρ­γο­δό­τη πού τούς ἀδι­κοῦ­σε, θά τούς κα­κο­πλή­ρω­νε ἤ θά τούς πί­ε­ζε (Δημ. Βα­σι­λει­ά­δη: "Θε­ώ­ρη­ση τῆς αἰγαι­ο­πε­λα­γί­τι­κης ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς ἀπό ἀνή­συ­χη ὀπτι­κή γω­νι­ά" Ἀθή­να, 1971,  σελ. 156).
Δέν γνω­ρί­ζου­με ποι­οί κτί­σαν τήν Ξάν­θη. Οὔ­τε γνω­ρί­ζου­με ἄν τά ση­μαν­τι­κά κτή­ρια ἔγι­ναν με­τά ἀπό σχέ­δια ἀρ­χι­τε­κτό­νων.
Μπου­λού­κια κου­δα­ραί­ων, ὅμως, πρέ­πει νά ἔκτι­σαν πολ­λά ἀπό τά σπί­τια καί τά ἐρ­γο­στά­σια τῆς Ξάν­θης. Φαί­νε­ται, ἀκόμη, ὅτι ἀρ­κε­τοί Ἠπει­ρῶ­τες καί Μα­κε­δό­νες μπου­λουκ­τζῆ­δες ἐγκα­τα­στά­θη­καν μό­νι­μα στήν πλού­σια Ξάνθη.
Με­γά­λος ἀριθ­μός κτι­σμά­των τῆς Ξάν­θης φαί­νε­ται νά εἶ­ναι κτι­σμέ­νος ἀπό Ἠ­πει­ρῶ­τες κτί­στες, κα­λούς μα­στό­ρους στήν κα­τερ­γα­σία καί τήν ἐφαρ­μο­γή τῆς πέ­τρας.  Ἔ­χει κα­λά τεκ­μη­ρι­ω­θεῖ ἡ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τῶν οἰκο­δό­μων τῆς Ἠ­πεί­ρου, καί γιά τούς ὁποίους μάλιστα ὁ Γεώργιος Μέγας γράφει:
"Εἶ­χαν δη­λα­δή οἱ Ἠ­πει­ρῶ­ται ἐκεῖ­νοι μα­στό­ροι πλή­ρη ἐπί­γνω­σιν τῆς ἀξί­ας καί τελει­ό­τη­τος τῶν ἔρ­γων καί ἐπέ­γρα­φαν τά ὀνόμα­τά των εἰς αὐ­τά, μό­νον ὅτι δέν ἔγι­νεν ἕως τώ­ρα ἡ δέ­ου­σα ἔρευ­να καί δέν γνω­ρί­ζο­μεν καί ἄλ­λα ὀνό­μα­τα, καί ἄλ­λους πρω­το­μα­στό­ρους ἐξ ἐκεί­νων, πού ἔκτι­σαν καί ἐφι­λο­τέ­χνη­σαν τά ὡ­ραῖα ἀρ­χον­τι­κά τῆς Σια­τί­στης, τῆς Κο­ζά­νης, τῆς Βέ­ροιας, τῆς Κα­στο­ρι­ᾶς. Γε­νι­κῶς ὅμως εἶ­ναι γνω­στοί οἱ μα­στό­ροι καί πρω­το­μα­στό­ροι τῆς Ἠ­πεί­ρου καί Δυτ. Μα­κε­δο­νί­ας, πού ἐκ πα­λαι­ο­τά­της πα­ρα­δό­σε­ως ἤ­σκη­σαν τήν τέ­χνην τοῦ οἰκο­δό­μου εἰς τόν τό­πον μας. Καί σή­με­ρον ἀκό­μη πλῆ­θος χω­ρί­ων τῆς Ἠ­πεί­ρου καί Δυτ. Μα­κε­δο­νί­ας καί ἀκρι­βέ­στε­ρον τῆς Πίν­δου, ἰδία τῶν πε­ρι­ο­χῶν τῆς Κο­νί­τσης, τῆς Κο­ρυ­τσᾶς, τοῦ Με­τσό­βου, τοῦ Μα­λα­κα­σί­ου, τῶν Χου­λια­ρά­δων, τῶν Τζου­μέρ­κων καί τοῦ Βο­ΐ­ου εἶ­ναι γνω­στά ὑπό τήν ἐπω­νυ­μί­αν Μα­στο­ρο­χώ­ρια, ἐπει­δή οἱ κά­τοι­κοί των σχε­δόν ἐν τῷ συνό­λῳ ἀσκοῦν ἀπό αἰώ­νων τό ἐπάγ­γελ­μα τοῦ οἰκο­δό­μου ἤ τοῦ τεχνί­του καί τό πε­ρισ­σό­τε­ρον μέ­ρος τοῦ χρό­νου μέ τό ζεμ­πί­λι καί τά ἐρ­γα­λεῖα τῆς τέ­χνης ἀνά χεί­ρας πε­ρι­ώ­δευ­ον ἄλ­λο­τε τάς χώ­ρας τῆς χερ­σο­νή­σου τοῦ Αἵμου, φθά­νον­τας ἕ­ως τό Βου­κου­ρέ­στι καί τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν κα­τά συν­τρο­φι­άς, πού εἶχαν ἐπί κε­φα­λῆς πρω­το­μα­στό­ρους." (Ἀ­να­φέ­ρε­ται στό Με­ρα­κλῆς 2004, σελ. 409).
Ἔν­το­νη εἶ­ναι ἡ πα­ρου­σία τῶν Ἠ­πει­ρωτῶν στήν πό­λη τῆς Ξάν­θης, ὅπου με­τα­ναστεύ­ουν γιά  νά ἐπω­φε­λη­θοῦν ἀπό τήν οἰκο­νο­μι­κή ἀνά­πτυ­ξη τῆς πό­λης.  Ἀνα­φέ­ρονται ἔμπο­ροι, μι­κρέμ­πο­ροι, φουρ­να­ραῖ­οι, χα­νιτ­ζῆ­δες, μαγαζά­το­ρες. Σί­γου­ρα ἡ πα­ρου­σία τῶν Ἠ­πει­ρω­τῶν στήν πό­λη συν­δέ­ε­ται μέ τίς σχέσεις πού εἶ­χαν μέ τά μπου­λού­κια τῶν οἰκο­δό­μων καί μέ τίς κα­τα­σκευ­ές πού πραγμα­το­ποί­η­σαν.
Οἱ οἰκο­δό­μοι τῆς Ξάν­θης χρη­σι­μο­ποι­οῦν ὡς κύ­ριο οἰκο­δο­μι­κό ὑλι­κό τόν ἄφθο­νο γκρί­ζο γρα­νί­τη τῆς Ρο­δό­πης (γρα­νο­βι­ο­ρί­τη) σέ κα­τερ­γα­σμέ­νη ἤ φυ­σι­κή μορ­φή. Σέ ἁπλές φθη­νές κα­τα­σκευ­ές οἱ γρα­νι­τέ­νιες κρο­κά­λες ἀπό τήν κοί­τη του Κόσ­σιν­θου καί τίς προ­σχώ­σεις του χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται ὡς κύ­ριο οἰκο­δο­μι­κό ὑλι­κό. Σέ κα­λύ­τε­ρες κα­τα­σκευ­ές, ὁ γρα­νί­της χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται κα­τερ­γα­σμέ­νος.
Χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ἐπί­σης ἡ ἰδι­ό­τυ­πη ρο­δί­ζου­σα πέ­τρα, πού προ­έρ­χε­ται ἀπό τό λα­το­μεῖο τῆς Μάν­δρας κον­τά στά ἀρ­χαῖα Ἄβ­δη­ρα.  Ἡ πέ­τρα τοῦ λα­το­μεί­ου τῆς Μάν­δρας δια­θέ­τει ἐκτός ἀπό τό ρο­δί­ζον χρῶ­μα καί κυμα­τι­σμούς, πού μπο­ρεῖ νά φθά­σουν μέ­χρι ἀπο­χρώ­σεις τοῦ κόκ­κι­νου. Εἶ­ναι εὔ­κο­λα κα­τερ­γά­σι­μη, ἡ ἀντο­χή της ὅμως εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη καί ἀπο­σα­θρώ­νε­ται.  Ἡ πέ­τρα αὐ­τή χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε σέ με­γά­λη κλί­μα­κα κα­τά τήν κλασ­σι­κή ἐπο­χή. Σώ­ζον­ται σή­με­ρα οἰκο­δο­μι­κά μέ­λη καί σαρ­κο­φά­γοι πού βρέ­θη­καν στήν πε­ρι­ο­χή τῆς ἀρ­χαί­ας πό­λης τῶν Ἀβδή­ρων. Κα­τά τή σύγ­χρο­νη ἐπο­χή ἡ ρο­δί­ζου­σα πέ­τρα τῆς Μάν­δρας χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε σέ κα­τα­σκευ­ές στόν κάμ­πο τῆς Ξάν­θης καί ἰδί­ως σέ κτί­σμα­τα τῆς Γε­νι­σέ­ας, κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς ἀκ­μῆς της πρίν τό 1870.  Ἀξιο­ση­μεί­ω­τη εἶ­ναι ἡ χρή­ση τῆς ρο­δί­ζου­σας πέ­τρας τῆς Μάν­δρας στά κομ­ψά τε­μέ­νη πού ἀνή­γει­ραν οἱ Ὀθω­μα­νοί Τοῦρ­κοι στή Γενισέ­α, ἀμέ­σως με­τά τήν κα­τά­κτη­ση τῆς Θρά­κης.  Ἐξαι­ρε­τι­κῆς τε­χνι­κῆς καί ὑπο­δει­γμα­τι­κῆς χρή­σης τῆς πέ­τρας τῆς Μάν­δρας εἶ­ναι καί ἡ κα­τα­σκευή τοῦ τα­φι­κοῦ μνη­μεί­ου (τουρμ­πέ) τοῦ τεκκέ Κι­ου­του­κλοῦ Μπαμ­πᾶ, ἔξω ἀπό τό χω­ρι­ό Σέ­λι­νο,  στά ὅρια τῶν νο­μῶν Ροδό­πης-Ξάν­θης. Πρό­κει­ται γιά  κτί­σμα τοῦ 15ου αἰώ­να, πού μά­λι­στα φέ­ρει σή­με­ρα τά ἴχνη δι­πλῆς λα­τρεί­ας ἀπό μέ­ρους μου­σουλ­μά­νων Μπεκτασίδων καί χρι­στια­νῶν.
Οἱ ἐμ­πει­ρί­ες τῶν μα­στό­ρων συσ­σω­ρεύ­ουν γνώ­σεις αἰώ­νων, τό­σο οὐσιαστικές, ὥστε οἱ κα­τα­σκευ­ές τους νά γί­νον­ται μέ οἰκο­νο­μία τοῦ ὑλι­κοῦ καί τῶν δια­το­μῶν τῶν φε­ρόν­των στοιχεί­ων, μέ τρό­πους πού ἐξα­σφα­λί­ζουν τήν ἀν­το­χή, ἀλ­λά καί δί­νουν λαμ­πρά αἰσθη­τι­κά ἀπο­τε­λέ­σμα­τα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εἶ­ναι ἡ κα­τα­σκευ­ή μεγά­λων ἀνοι­γμά­των στά χα­γιά­τια τῶν ὀρό­φων ἤ με­γά­λων σει­ρῶν ἀπό πα­ρά­θυρα πού ἐπι­τρέ­πουν τό ἄνοι­γμα τοῦ ἐσω­τε­ρι­κοῦ χώ­ρου πρός τά ἔξω.  Ἡ ἐλα­φριά κα­τα­σκευ­ή τῶν ὀρό­φων ἐπι­τρέ­πει τά πολ­λά παρά­θυ­ρα καί τά σαχνι­σιά πού ἐμ­πλου­τί­ζουν καί ἐπε­κτεί­νουν τούς ἐσω­τε­ρι­κούς χώ­ρους.  Ἐπι­πλέ­ον, ἡ βι­ο­κλιμα­τι­κή ἐμπει­ρία τῶν μα­στό­ρων ἐξα­σφα­λί­ζει τίς προσφο­ρό­τε­ρες κλιμα­τι­κές συν­θῆ­κες στίς κα­τα­σκευ­ές, μέ τρό­πους πού ὑπερ­βαί­νουν τίς σημε­ρι­νές δια­τά­ξεις.
Οἱ κα­τα­σκευ­ές τῶν σπι­τι­ῶν γί­νον­ται συνήθως μέ μικτή κατασκευή, μέ πέ­τρι­νους τοί­χους στό ἰσό­γειο καί ἐλα­φρό­τε­ρη ὑπερ­κα­τα­σκευ­ή στούς ὀρό­φους.  Ἡ ἐλα­φριά κα­τα­σκευ­ή εἶ­ναι ὁ τσα­τμᾶς ἤ μπαγ­δα­τί, πού βα­σί­ζε­ται σέ πλέ­γμα ἀπό ὁρι­ζόν­τι­ες καί δια­γώ­νι­ες ξύ­λι­νες δο­κούς, ὅπου καρ­φώ­νον­ται οἱ μπα­γδα­τό­πη­χες ἤ κα­λά­μια. Τό πλέ­γμα αὐ­τό γε­μί­ζε­ται μέ ἀσβε­στο­κο­νί­α­μα ἐνι­σχυ­μέ­νο μέ ἄχυ­ρο ἤ τρί­χα καί συμ­πλη­ρώ­νεται μέ κομ­μά­τια ἀπό κε­ρα­μί­δι.
Ὁ φέ­ρων σκε­λε­τός τοῦ κτη­ρί­ου εἶ­ναι ξύλι­νος μέ ὑπο­στυ­λώ­σεις (ντε­ρέ­κια) καί ὁρι­ζόν­τι­ες δο­κούς (νταμ­πά­νια), πά­νω στά ὁποῖα καρ­φώ­νον­ται τά πα­τό­ξυ­λα. Τά ξύ­λι­να φου­ρού­σια τῶν σα­χνι­σι­ῶν εἶ­ναι συ­χνά καμ­πύ­λα γιά ἀν­τι­σει­σμι­κή προ­στα­σία. Τά ξύλι­να τσιμ­πί­δια τῆς στέ­γης προ­ε­κτεί­νον­ται, ὥστε νά προ­ε­ξέ­χουν τοῦ κτη­ρί­ου καί νά στη­ρί­ζουν τήν ἀστρέ­χα. Τά ξύλο τῆς κατα­σκευ­ῆς εἶ­ναι ἀπό βε­λα­νι­διά ἤ κυ­πα­ρίσ­σι.